προτεμένισμα

προτεμένισμα
-ίσματος, τὸ, ΜΑ
1. ο περίβολος τεμένους
2. η είσοδος στο τέμενος
3. ο πρόναος ναού όπου φυλασσόταν το νερό τού εξαγνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + τεμένισμα «ιερός χώρος ναού» (< τεμενίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προτεμένισμα — precincts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεμενισμάτων — προτεμένισμα precincts neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεμενίσμασι — προτεμένισμα precincts neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεμενίσμασιν — προτεμένισμα precincts neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεμενίσματα — προτεμένισμα precincts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεμενίσματι — προτεμένισμα precincts neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεμενίσματος — προτεμένισμα precincts neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”